σιδηρίων

σιδηρίων
σιδήριον
implement
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορμαθός — ο (ΑΜ ὁρμαθός) 1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.) 2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”